αγράριον

αγράριον
το (Μ) [ἄγρα]
1. αλιευτικό ιστιοκίνητο πλοιάριο, ψαροκάικο
2. στον πληθ. τὰ ἀγράρια στολίσκος αλιευτικών πλοιαρίων
3. μικρό κωπήλατο πλοίο που χρησιμοποιούσαν στις κοντινές μετακινήσεις τους ο Βυζαντινός αυτοκράτορας ή η αυτοκράτειρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγραριώτης — ο (Μ) [ἀγράριον] κωπηλάτης σε βασιλικό αγράριον* …   Dictionary of Greek

  • άγρα — I Στην αρχαία Αθήνα, η αριστερά του Ιλισού περιοχή, από το Παναθηναϊκό στάδιο έως τη σημερινή οδό Αναπαύσεως περίπου. Στην αρχαία εποχή η περιοχή αυτή ήταν δασώδης και αφιερωμένη στη θεά του κυνηγιού Άρτεμη, που λεγόταν και Αγροτέρα. Η ονομασία Ά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”