- αγράριον
- το (Μ) [ἄγρα]1. αλιευτικό ιστιοκίνητο πλοιάριο, ψαροκάικο2. στον πληθ. τὰ ἀγράρια στολίσκος αλιευτικών πλοιαρίων3. μικρό κωπήλατο πλοίο που χρησιμοποιούσαν στις κοντινές μετακινήσεις τους ο Βυζαντινός αυτοκράτορας ή η αυτοκράτειρα.
Dictionary of Greek. 2013.